βλαβερῶν

βλαβερῶν
βλαβερός
harmful
fem gen pl
βλαβερός
harmful
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια …   Dictionary of Greek

  • BAETYLI — Graecis Βαιτύλοι, dicebantur vivi lapides, quorum non rata apud Veteres mentio et praecipue Scriptores Graecos, qui ἐμψύχους λίθους, quasi animatos lapides, quoque vocabant, multa mita fabulosaque de sis narrantes. Philo Bybliensis, Ε῎τι δὲ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κάθαρση — η (AM κάθαρσις, Α και κόθαρσις) [καθαίρω] 1. καθαρμός από ενοχή ή μίασμα, ηθικός εξαγνισμός, τρόπος εξιλασμού από κάτι («ἔστι δὲ παραπλησίη ἡ κάθαρσις τοῑσι Λυδοῑσι καὶ τοῑσι Ἕλλησι», Ηρόδ.) 2. (στη δραματική τέχνη) η διέγερση αισθήματος οίκτου… …   Dictionary of Greek

  • λυσίφλεβος — ο ζωολ. γένος εντόμων τής τάξης υμενόπτερα, παράσιτα τών αφίδων, που είναι πολύ ωφέλιμα, γιατί συμβάλλουν στην καταπολέμηση τών βλαβερών εντόμων …   Dictionary of Greek

  • νήματος — ο εντομολ. γένος μικρών βλαβερών υμενόπτερων εντόμων, κυρίως του βόρειου ημισφαιρίου, που ανήκουν στην οικογένεια τενθρηδινίδες …   Dictionary of Greek

  • ντι ντι τι — το άκλ. συντομογραφία ισχυρού εντομοκτόνου που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα παλαιότερα, αλλά αντικαταστάθηκε σταδιακά εξαιτίας τών βλαβερών επιδράσεών του στο περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. DDT, αρχικά τών λ. dichloro diphenyl trichloro ethane] …   Dictionary of Greek

  • ξεβοτάνισμα — το [ξεβοτανίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεβοτανίζω, η αφαίρεση τών βλαβερών χορταριών από καλλιεργημένο χωράφι, βοτάνισμα …   Dictionary of Greek

  • ξυλίνη — η 1. ζωολ. γένος βλαβερών λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας noctuidae, που προσβάλλουν κυρίως τα αμπέλια 2. βοτ. παλαιότερος όρος για το ξύλωμα …   Dictionary of Greek

  • οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… …   Dictionary of Greek

  • οσκινέλλα — η ζωολ. γένος δίπτερων εντόμων, βλαβερών μικροσκοπικών μυγών μαύρου στιλπνού χρώματος, τών οποίων οι προνύμφες τρέφονται με καρπούς δημητριακών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”